λατινογενής

λατινογενής
-ές
1. αυτός που έχει λατινική προέλευση
2. (κυρίως για γλώσσα) αυτή που προήλθε από την εξέλιξη τής λατινικής γλώσσας, αυτή που έχει ως βάση τη λατινική γλώσσα («η Γαλλική είναι λατινογενής γλώσσα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατίνος + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Γρ. Παπαδόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λατινογενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που προέρχεται (ή σχετίζεται) από τους Ρωμαίους, τους Λατίνους ή τη λατινική γλώσσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντουμπλάζ — Λατινογενής όρος, που στα ελληνικά μπορεί να αποδοθεί μεταγλώττιση, και υποδηλώνει στη γλώσσα του κινηματογράφου την τεχνική μέθοδο, η οποία επιτρέπει να αντικαθίσταται κατά την εκτύπωση της θετικής κόπιας της ταινίας ο αρχικός ήχος με μια άλλη… …   Dictionary of Greek

  • ρετορομανική — Λατινογενής ευρωπαϊκή διάλεκτος που μιλιέται σήμερα από περίπου 450.000 άτομα. Η διάλεκτος αυτή που μιλιόταν έως τον 18o αι. σε πολλές περιοχές της Ιταλίας έχει επιβιώσει σήμερα κυρίως στην Ελβετία όπου, από το 1937, μαζί με την ιταλική, γαλλική… …   Dictionary of Greek

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • λατινικός — ή, ό (AM λατινικός, ή, όν) [Λατίνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λατίνους («λατινικός πολιτισμός») νεοελλ. 1. αυτός στον οποίο μιλιέται λατινογενής γλώσσα («Λατινική Αμερική») 2. το θηλ. ως ουσ. η Λατινική η γλώσσα τών Λατίνων νεοελλ. μσν …   Dictionary of Greek

  • ρομανικός — και ρωμανικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λαούς οι οποίοι κατάγονται από τους Ρωμαίους, λατινογενής, νεολατινικός 2. φρ. α) «ρομανικές γλώσσες» γλωσσ. οι γλώσσες που προέρχονται από τη Λατινική και αποτελούν μια υποομάδα τού… …   Dictionary of Greek

  • Δαλματία — (Dalmacija). Παράκτια ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 15.000 τ. χλμ.) στο δυτικό τμήμα της Βαλκανικής χερσονήσου, στην Αδριατική που σήμερα πολιτικά ανήκει κατά το μεγαλύτερος μέρος της στην Κροατία και λιγότερο στη Βοσνία Ερζεγοβίνη και στο… …   Dictionary of Greek

  • Ρωμανία — (Romagna). Ονομασία του Βυζαντινού κράτους κατά τον μεσαίωνα (από το 476 μ.Χ.). Ρ. λεγόταν και περιοχή της Ιταλίας που αποτελούσε άλλοτε τμήμα του παπικού κράτους. Λεγόταν επίσης και το ανατολικό τμήμα της Πελοποννήσου την εποχή των Βενετών.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”